σιγύν(ν)ης

σιγύν(ν)ης
και σίγυνος, ὁ, Α
1. λόγχη, δόρυ («σιγύννας... καλέουσι... Κύπριοι τὰ δόρατα», Ηρόδ.)
2. κάπηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προέλευσης. Η λ. σιγύνης συνδέεχαι με τους τ. Σιγύνναι / Σίγυννοι / Σίγιννοι «περσ. φυλή που κατοικούσε πέρα από τον Δούναβη», ενώ κατά χον Ηρόδοχο, οι Λίγυρες στην περιοχή τής Μασσαλίας ονόμαζαν με τον τ. σιγύνναι τούς μικροπωλητές. Κατ' άλλους, τέλος, ο τ. θεωρήθηκε κυπριακός ή σκυθικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σίγυνναι — και Σίγυννοι και Σίγιννοι, οἱ, Α λαός που κατοικούσε στον μέσο ρου τού Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιγύν(ν)ης] …   Dictionary of Greek

  • σιγύνη — ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «σιγύνη καὶ σιγυνούς, τὰ δόρατα παρὰ Μακεδόσι». [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σιγύν (ν)ης κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”